- ανεκποίητος
- η , ο [ος , ον ]1) непроданный; не могущий быть проданным; 2) юр. неотчуждаемый, не подлежащий отчуждению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεκποίητος — η, ο (Α ἀνεκποίητος, ον) 1. εκείνος που δεν έχει εκποιηθεί, που δεν έχει πουληθεί 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να πουληθεί, αναπαλλοτρίωτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να εκλείψει, να αφανιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1546… … Dictionary of Greek
ἀνεκποιήτως — ἀνεκποίητος not alienated adverbial ἀνεκποίητος not alienated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκποίητον — ἀνεκποίητος not alienated masc/fem acc sg ἀνεκποίητος not alienated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκποίητα — ἀνεκποίητος not alienated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκποίητοι — ἀνεκποίητος not alienated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)